ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ *** ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ


Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στην ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ



 

Η εξέλιξη της γλώσσας

Tου Γεωργίου Μικρού

1. Εισαγωγή

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των κυριότερων θεωριών γλωσσικής εξέλιξης καθώς και ένταξη της γλωσσικής αλλαγής σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γλωσσικής οικολογίας η κατανόηση της οποίας θα μας βοηθήσει να διακρίνουμε το μύθο και την πραγματικότητα αυτού που ονομάζουμε παθολογία της γλώσσας. Στα πλαίσια των παραπάνω στόχων το κύριο βάρος της παρουσίασης θα φέρει η θεωρητική συζήτηση του φαινομένου της γλωσσικής αλλαγής όπως αυτή πραγματώνεται στα διάφορα γλωσσικά επίπεδα. Συμπληρωματικά, θα παρουσιαστούν ορισμένα ποσοτικά στοιχεία από την Νέα Ελληνική, την Αγγλική αλλά και άλλες γλώσσες για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η κάθε γλώσσα αλλάζει. Τα δεδομένα που θα παρουσιαστούν ανήκουν κυρίως στο επίπεδο της φωνητικής και φωνολογίας των γλωσσών, του τρόπου δηλαδή προφοράς τους, και αυτό γιατί στο συγκεκριμένο επίπεδο έχουμε τις ταχύτερα εξελισσόμενες αλλαγές και περισσότερο μελετούμενες παγκοσμίως.
Επιστημολογικά, η μελέτη της γλωσσικής αλλαγής ανήκει στον κλάδο εκείνο που ονομάζεται ιστορική γλωσσολογία. Στόχος του συγκεκριμένου κλάδου είναι η ανάλυση και η ερμηνεία της εξέλιξης της γλώσσας μέσω της διατύπωσης και εμπειρικής επαλήθευσης ορισμένων αρχών ή νόμων που την κυβερνούν. Το βασικό πρόβλημα που θέτει μια τέτοια μελέτη δεν είναι άλλο από την αναζήτηση της αιτίας της γλωσσικής αλλαγής. Όπως χαρακτηριστικά είχαν σημειώσει οι Weinreich, Labov and Herzog (1968: 102) το κύριο θέμα εντοπίζεται στο πρόβλημα της εκκίνησης (actuation problem): "Γιατί οι αλλαγές συμβαίνουν σε ένα συγκεκριμένο [γλωσσικό] δομικό χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης γλώσσας σε μια δεδομένη στιγμή και όχι σε ένα άλλο χαρακτηριστικό μιας άλλης γλώσσας σε κάποια άλλη χρονική στιγμή;"
Πράγματι, αν επιχειρήσει να δώσει απάντηση κανείς στο ερώτημα της εκκίνησης θα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για την καρδιά του ζητήματος της γλωσσικής αλλαγής. Είναι τόσο προκλητικό που οι γλωσσολόγοι συνήθως δεν το αντιμετωπίζουν άμεσα. Αυτο φυσικά δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει αφού ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο το κάνει άλυτο. Για την ακρίβεια η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα της εκκίνησης θα ήταν η δυνατότητα απόλυτα ακριβούς πρόβλεψης του τι πότε και που θα αλλάξει στη γλώσσα. Φυσικά, η δυνατότητα πρόβλεψης ενός μη γραμμικά εξελισσόμενου φαινομένου όπως η γλώσσα είναι μικρή. Η παρομοίωση με την πρόβλεψη καιρού θα ήταν ίσως βολική. Μπορούμε να προβλέψουμε με κάποια πιθανότητα επιτυχίας την μέρα που θα βρέξει μέσα σε μια εβδομάδα, αλλά έχουμε ελάχιστες πιθανότητες πρόβλεψης όταν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ποια συνοικία και σε ποιο ακριβές χρονικό διάστημα θα ολοκληρωθεί η βροχόπτωση. Η διατύπωση του ερωτήματος της εκκίνησης έχει αρκετές επιπτώσεις όταν ενταχθεί σε μια θεωρία γλωσσικής αλλαγής. Ετσι για παράδειγμα το φωνηεντικό σύστημα των ελληνικών στην ελληνιστική εποχή έχασε τη διάκριση μακρότητας; ενώ το λατινικό σύστημα έχασε τη διάκριση τονισμένων και άτονων φωνηέντων (Migliorini 1988: 24), αν και τα δύο φωνηεντικά συστήματα στους κλασσικούς χρόνους έμοιαζαν αρκετά (12 φωνήεντα με διάκριση μακρότητας και ανοίγματος).
Αν εξετάσει κανείς την παράλληλη αλλά διαφορετική εξέλιξη των δύο φωνηεντικών συστημάτων ακολουθώντας τους Weinreich, Labov and Herzog θα πρέπει να αναρωτηθεί γιατί π.χ. η συγκοπή των άτονων φωνηέντων δε συνέβη και στην ελληνιστική κοινή (τουλάχιστον στο επίπεδο που συνέβη στα Λατινικά). Θα πρέπει επίσης να ρωτήσει γιατί συνέβη εκείνη ακριβώς την περίοδο και όχι κάποια άλλη στιγμή που ίσως το γλωσσικό σύστημα να παρουσίαζε μεγαλύτερη καταλληλότητα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ουρανικοποίηση του /k/ πριν από εμπρόσθια φωνήεντα /e,i/. Αν και το φαινόμενο είναι συχνότατο λόγω της φωνητικής του φυσικότητας (τα εμπρόσθια φωνήεντα τοποθετούν τη ράχη της γλώσσας κοντά στον ουρανίσκο έτσι ώστε το αρθρωτικό σύστημα για να κάνει οικονομία κινήσεων μεταφέρει την υπερωϊκή άρθρωση του /k/ κοντά στον ουρανίσκο, μετατρέποντας το σύμφωνο από υπερωϊκό σε ουρανικό) δεν συμβαίνει πάντα. Έτσι αν εξετάσει κανείς της Ηπειρωτικές Σκανδιναυικές γλώσσες, θα δει ότι οι δύο από αυτές (Σουηδικά, Νορβηγικά) παρουσιάζουν την ουρανικοποίηση ενώ η τρίτη όχι (Δανέζικα).
Αυτό επομένως που παρατηρούμε είναι αντιτιθέμενα σχήματα αλλαγής και σταθερότητας σε γλώσσες και διαλέκτους παρόμοιας δομής. Στο παραπάνω παράδειγμα της ουρανικοποίησης φαίνεται ότι η γειτνίαση της άρθρωσης του υπερωικού συμφώνου με το εμπρόσθιο φωνήεν είναι μια αναγκαία συνθήκη. Ωστόσο επειδή δεν συμβαίνει πάντα και σε όλες τις γλώσσες δεν είναι ικανή συνθήκη. Είναι επομένως απαραίτητο να βρούμε ποιες άλλες συνθήκες ευνοούν ή εμποδίζουν την αλλαγή.
Πρόσφατη έρευνα στην κοινωνιογλωσσολογία έθεσε ένα ακόμα ερώτημα. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τη γλωσσική αλλαγή όταν αυτή συμβαίνει; Στην ιστορία της σύγχρονης γλωσσολογίας η απάντηση τις περισσότερες φορές ήταν αρνητική (π.χ. οι δύο θεμελιωτές της Saussure, Bloomfield). Αυτό που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι οι επιπτώσεις της αλλαγής. Και οι επιπτώσεις δεν είναι άλλες από την ποικιλία η οποία εισάγεται στη γλώσσα. Σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή η ικανότητα παρατήρησης του γλωσσολόγου εξαντλείται στην ποικιλία την οποία μπορεί να παρατηρήσει σε συγκεκριμένους φωνητικούς τύπους. Η διαφορετική κατά περίσταση εκφορά μέχρι τη δεκαετία του 1960 εθεωρείτο μη σχετικό με τη γλώσσα φαινόμενο. Τυχαία παλινδρόμηση, λάθη χρήσης, μείξη δύο διαφορετικών διαλέκτων, τυχαία και μη συστηματική πραγμάτωση γλωσσικών τύπων. Η γλωσσική ποικιλία έτσι θεωρήθηκε εξωγλωσσικό φαινόμενο, α-θεωρητικό, δίχως ερμηνευτική δύναμη στα φαινόμενα της γλώσσας.
Αν προσπαθούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη μιας γλώσσας ή διαλέκτου θα οδηγούμασταν καταρχήν σε μια διμερή τυπολογία: α) γλωσσικοί παράγοντες που σχετίζονται με την δόμηση του γλωσσικού συστήματος και την εσωτερική του οικονομία. β) κοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη γλωσσική συμπεριφορά των ομιλητών και τις επιρροές που αυτή δέχεται από τους θεσμούς της περιβάλλουσας κοινωνικής οργάνωσης.

Εσωτερικοί Παράγοντες

Η παραδοσιακή άποψη της γλωσσικής αλλαγής ήταν αυτή που θεωρούσε ότι οι μόνες αλλαγές οι οποίες θεωρούνται σημαντικές είναι οι δομικές αλλαγές, οι αλλαγές που διαταράσσουν την διάρθρωση των αντιθετικών σχέσεων που βρίσκονται στο υπόστρωμα κάθε γλωσσικού συστήματος. Σύμφωνα με την άποψη αυτή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μια φωνημική διάσταση μεταξύ δύο ήχων μπορεί να χαθεί και οι δύο αυτοί ήχοι να συμπέσουν στην προφορά τους (π.χ. Αγγλ. meet ~ meat, Ελλ. Απλοποίηση της προφοράς των αττικών διπλών συμφώνων). Εναλλακτικά μια διάκριση μπορεί να δημιουργηθεί στο σημείο που δεν υπήρχε (π.χ. Αγγλ.a house ~ to house /z~s/) . Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για δομικό σχίσμα.

Εξωτερικοί Παράγοντες

Ένα δεύτερο είδος αλλαγής προκαλείται από φαινόμενα εξωτερικά ως προς το δομικό σύστημα της γλώσσας. Εδώ έχουμε αλλαγή που προκαλείται από τον δανεισμό. Οι αλλαγές που προκαλούνται με αυτόν τον τρόπο διακρίνονται τις περισσότερες φορές αρκετά καθαρά από τις αλλαγές που οφείλονται σε εσωτερικούς παράγοντες. Είναι ιδιοσυγκρασιακές στην φύση τους και τις περισσότερες φορές είναι αρκετά εμφανείς. Συχνά ο δανεισμός αυτού του είδους υπαγορεύεται από κοινωνικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες και οι λέξεις που φέρουν τα νέα στοιχεία περιγράφουν "εξωτικά" αντικείμενα ή επιστημονική ή τεχνική ορολογία.
Η παραδοσιακή άποψη για τη γλωσσική αλλαγή ευνοεί επίσης την δενδρική αναπαράσταση των γλωσσικών οικογενειών. Οι γλωσσολόγοι όταν υιοθετούν αυτή τη μέθοδο εργασίας προσπαθούν να αναδομήσουν της ιστορίες σχετικών γλωσσών ή τις διαλέκτους μιας γλώσσας. Μέσα σε αυτό το παράδειγμα εργασίας μπορούμε να διακρίνουμε 4 βασικά ρεύματα:
α) Η γλώσσα αναπαρίσταται ως ένα κομβικό σημείο παραλληλοποιημένο με την χρονική μονάδα. Στο επόμενο χρονικό σημείο η γλώσσα έχει διασπαστεί σε δύο ή περισσότερα ή χάνεται. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις δύο διάλεκτοι ή γλώσσες συμπίπτουν.
β) Η κυματική αναπαράσταση της αλλαγής. Σε αυτό το πρότυπο η αλλαγές που συμβαίνουν διαχρονικά, εξαπλώνονται και με δυναμικό τρόπο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
γ) Η ιδιοσυγκρασιακή διάχυση των αλλαγών. Κατά το πρότυπο αυτό κάθε λέξη έχει τη δικιά της ιστορία. Οι αλλαγές είναι μη συστηματικές και έχουν σποραδικό και τυχαίο χαρακτήρα.
Οι δύο τελευταίες απόψεις συνδέουν την έννοια της γλωσσικής ποικιλίας με την έννοια της γλωσσικής αλλαγής. Το δενδρικό πρότυπο εστιάζει στις συνέπειες της αλλαγής και ιδιαίτερα στην εσωτερική αλλαγή. Αλλά αν πιστέψουμε ότι οι γλώσσες αλλάζουν συνεχώς και αυτό είναι μια αλήθεια καθολικά αποδεκτή στη γλωσσολογία, τότε θα είναι εξίσου εφικτό να εντοπίσουμε τη γλωσσική αλλαγή, εφ'όσον όμως την αναγνωρίσουμε. Αν μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την ποικιλία ως κυματική εκδήλωση της αλλαγής που διαδίδεται μέσα στο γλωσσικό σύστημα, και τις γλωσσικές αλλαγές να διαχέονται και να "προσβάλλουν" ομάδες από συναφή γλωσσικά στοιχεία θα οδηγηθούμε στην αναθεώρηση απόψεων των κλασικών γλωσσολόγων. Για να το κάνουμε αυτό όμως θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι η γλωσσική ποικιλία που παρατηρούμε πραγματικά αντανακλά αλλαγές εν εξελίξει και όχι τυχαία διακύμανση.

2. Η μεθοδολογία έρευνας της γλωσσικής αλλαγής

Διάφοροι γλωσσολόγοι έχουν αναφέρει αυτό που ονομάζεται "αλλαγή εν εξελίξει" (change in progress). Για παράδειγμα οι Chambers & Trudgill (1980: 187 - 190) περιγράφουν την διάδοση του σταφυλικού r στη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Όλες οι γλώσσες αυτής της περιοχής του κόσμου είχαν στα φωνημικά τους ευρετήρια είτε ένα ακραίο r (apical), είτε ένα παλλόμενο, είτε ένα κρουστό r (flap). Ωστόσο κατά τον 17ο αιώνα ένα σταφυλικό r άρχισε να διαδίδεται από το Παρίσι σε άλλες περιοχές. Αυτό το νέο r διέσχισε γλωσσικά σύνορα και τώρα είναι τυπικό σύμφωνο των Γαλλικών, Δανέζικών και Γερμανικών. Μπορεί επίσης να βρεθεί και σε πολλές διαλέκτους των Ολλανδικών, των Σουηδικών, και των Νορβηγικών. Δεν έφτασε στην Αγγλία, ούτε στην Ισπανία και την Ιταλία. Αυτό που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει εύκολα αν εξετάσει το διάγραμμα εξέλιξης του σταφυλικού αυτού συμφώνου είναι η σημασία που έπαιξαν οι πόλεις στην διάδοσή του. Το νέο αυτό r υιοθετήθηκε από τους κατοίκους των πόλεων, π.χ. κατοίκους στο Bergen και Kristiansand στη Νορβηγία, Βερολίνο στη Γερμανία και Κοπεγχάγη στη Δανία. Μόλις δε η χρήση του γενικευόταν στις πόλεις άρχιζε να διαδίδεται και στα γειτονικά περίχωρα. Η συγκεκριμένη δε εξέλιξη συνεχίζει ακόμα και σήμερα στη νότια και δυτική Νορβηγία αφού οι νέες γενιές έχουν ξεκινήσει να το χρησιμοποιούν ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν το προφέρουν.
Αυτή η διαφορετική κατανομή χρήσης γλωσσικών χαρακτηριστικών ανάλογα με την ηλικία των ομιλητών μας δίνει ένα σημαντικό στοιχείο για να διαγνώσουμε πιθανές αλλαγές εν εξελίξει. Η γενικότερη πορεία μια γλωσσικής εξέλιξης επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Συνήθως η χρονική εξέλιξη της γλωσσικής αλλαγής είναι η ακόλουθη:
Α => ΑΒ => Β
Ο παραπάνω τύπος δηλώνει πως στην αρχή υπάρχει μια δομική σταθερότητα στο χαρακτηριστικό Α η οποία όμως σιγά σιγά διαταράσσεται από την εμφάνιση ενός χαρακτηριστικού Β το οποίο εναλλάσσεται ελεύθερα με το Α στο ίδιο γλωσσικό περιβάλλον. Σταδιακά η συχνότητα χρήσης του Β αυξάνεται δυσανάλογα με τη συχνότητα χρήσης του Α με τελικό αποτέλεσμα την επικράτηση του Β και την εξαφάνιση του Α. Ο απαιτούμενος χρόνος για μια τέτοια εξέλιξη ποικίλει από μερικούς αιώνες μέχρι μερικές δεκαετίες. Ειδικότερα αν εξετάσει κανείς τις φωνητικές αλλαγές θα παρατηρήσει ότι οι περισσότερες ολοκληρώνονται στο διάστημα 3 γενεών. Για να διακρίνουμε επομένως την αλλαγή θα πρέπει να εξετάσουμε το πως χρησιμοποιούν μια συγκεκριμένη γλωσσική μεταβλητή ομιλητές διαφορετικών ηλικιών:
Αυτό λέγεται παρατήρηση σε φαινομενικό χρόνο (apparent time).
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη μεθοδολογία θα πρέπει να εξεταστεί η κατανομή ενός γλωσσικού χαρακτηριστικού στα διάφορα ηλικιακά στρώματα των ομιλητών. Το συγκεκριμένο γλωσσικό χαρακτηριστικό εφεξής θα ονομάζουμε γλωσσική μεταβλητή ακριβώς γιατί πρόκειται για χαρακτηριστικό που εξελίσσεται και παρουσιάζει μορφική ποικιλία. Έτσι π.χ αν παρατηρήσουμε ότι το Α το χρησιμοποιούν οι ομιλητές με μεγάλη ηλικία, την ποικιλία Α~Β την παρουσιάζουν οι ομιλητές μέσης ηλικίας και το Β το προφέρουν οι νεότεροι σε ηλικία ομιλητές τότε έχουμε μια καλή ένδειξη ότι το φαινόμενο που παρατηρούμε έχει άμεση σχέση με τη γλωσσική αλλαγή η οποία αποτυπώνεται και εξελίσσεται από γενιά σε γενιά. Ωστόσο στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσεχθεί το γεγονός ότι μια τέτοια μονοτονική κατανομή μεταξύ γλωσσικής μεταβλητής και ηλικίας ομιλητή δεν αποτελεί εγγύηση ότι το φαινόμενο είναι γλωσσική αλλαγή. Και αυτό γιατί υπάρχει το φαινόμενο της ηλικιακής διαστρωμάτωσης (age-grading) το οποίο παρουσιάζει και αυτό υψηλή συνάφεια με την ηλικία του ομιλητή. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο φαινόμενο ο ομιλητής παρουσιάζει αλλαγές στην γλωσσική του συμπεριφορά όσο μεγαλώνει στην ηλικία. Οι αλλαγές αυτές όμως είναι συστηματικές, επαναλαμβάνονται σε όλες τις επόμενες γενιές και σχετίζονται με καθαρά βιολογικούς - ψυχολογικούς παράγοντες. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται ακολούθως είναι πώς θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τη γλωσσική αλλαγή από το φαινόμενο της ηλικιακής διαστρωμάτωσης. Η απόλυτη επιβεβαίωση μπορεί να έρθει μόνο αν πάρει κανείς ένα δείγμα ανθρώπων και αποτυπώνει τις γλωσσικές τους συμπεριφορές κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Ωστόσο εναλλακτικά μπορεί κανείς να εξετάσει διαφορετικές ομάδες ανθρώπων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί η τυχαιότητα του δείγματος. Μεχρι τώρα έχουν προταθεί δύο τρόποι:
α) οι διαχρονικές μελέτες τάσεων (trend studies) οι οποίες δειγματοληπτούν τη γλωσσική συμπεριφορά των ατόμων μιας γλωσσικής κοινότητας με σταθερή μεθοδολογία σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε έρευνες πεδίου που γίνονται με πανομοιότυπη μεθοδολογία σε γεωγραφικά προσδιορισμένο χώρο με χρονική απόσταση μεταξύ τους περίπου μιας γενιάς. Το σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη μέθοδο είναι να διατηρηθεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος των ομιλητών πράγμα που τις περισσότερες φορές είναι αδύνατον.
β) οι διαχρονικές μελέτες σταθερού δείγματος (panel studies), όπου γίνεται επιλογή ενός σταθερού δείγματος ομιλητών των οποίων η γλωσσική συμπεριφορά παρακολουθείται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να ερευνηθούν οι αλλαγές που επέρχονται με το πέρασμα του χρόνου σε αυτήν. Αυτού του είδους οι μελέτες αν και παρουσιάζουν αρκετά προβλήματα αποτελούν το μοναδικό εργαλείο επιβεβαίωσης ή διάψευσης της υπόθεσης των διαδοχικών χρονικών περιόδων αφού ελέγχουν άμεσα αν οι τάσεις που δείχνει η κατανομή της φωνητικής ποικιλίας στις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες αποτελούν φωνητική αλλαγή σε εξέλιξη ή απλή διακύμανση στη συχνότητα σχετιζόμενη με άλλες αιτίες.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν υπήρχαν τέτοιου είδους μελέτες και όλες οι έρευνες χρησιμοποιούσαν την υπόθεση του φαινομενικού χρόνου για να αναζητήσουν τάσεις φωνητικής αλλαγής στα εμπειρικά τους δεδομένα. Μετά όμως το 1980 όμως έχουμε τη δημοσίευση των πρώτων αποτελεσμάτων διαχρονικών μελετών οι οποίες αναλύουν τη γλωσσική αλλαγή σε πραγματικό χρόνο (real time studies), δηλαδή την παρακολουθούν ταυτόχρονα και ακολουθούν την πορεία της όπως αυτή εξελίσσεται μέσα στη γλωσσική κοινότητα.

3. Οι μηχανισμοί αλλαγής

3.1 Μακροκοινωνιολογικοί παράγοντες

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 ο Labov συνειδητοποίησε ότι η γλωσσική αλλαγή δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά αφορά και την κοινωνία και ειδικότερα τον τρόπο οργάνωσής της και την κινητικότητα που επιτρέπει στα μέλη της. Ο μηχανισμός της γλωσσικής αλλαγής που περιγράφτηκε από αυτόν στηρίζεται σε 13 στάδια και χωρίζεται σε δύο κύριες κατηγορίες. Στην "υποσυνείδητη αλλαγή" (change from below) δηλαδή την αλλαγή που συμβαίνει υποσυνείδητα χωρίς να το αντιλαμβάνεται η γλωσσική κοινότητα και στην "συνειδητή αλλαγή" (change from above) που συμβαίνει όταν η αλλαγή συμβαίνει συνειδητά, όταν δηλαδή έχει εντοπιστεί και παρακολουθείται από τους ομιλητές της γλώσσας. Τα στάδια αυτών των δύο κατηγοριών περιγράφονται παρακάτω:

Συνειδητή αλλαγή

1. Οι φωνητικές αλλαγές συνήθως ξεκινούν από ένα περιορισμένο υποσύνολο της γλωσσικής κοινότητας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή όταν η ταυτότητα του συγκεκριμένου υποσυνόλου έχει εξασθενίσει. Ο γλωσσικός τύπος που αρχίζει να αλλάζει είναι συχνά ενδείκτης τοπικού κύρους (regional status) με ασύμμετρη κατανομή μέσα στην κοινότητα. Στο συγκεκριμένο στάδιο ο γλωσσικός τύπος είναι μια μεταβλητή μη προσδιορισμένη ακόμα.
2. Οι αλλαγές ξεκινούν σαν γενικεύσεις του γλωσσικού τύπου σε όλα τα μέλη του υποσυνόλου. Στο συγκεκριμένο στάδιο οι αλλαγές μπορούν να περιγραφούν ως αλλαγές από κάτω, δηλαδή κάτω από το επίπεδο της κοινωνικής αντίληψης. Η μεταβλητή δεν παρουσιάζει σημάδια υφολογικής ποικιλίας στην ομιλία αυτών που την χρησιμοποιούν και επηρεάζει όλα τα στοιχεία μιας συγκεκριμένης λεξικής τάξης. Η γλωσσική μεταβλητή στην παρούσα περίπτωση λειτουργεί ως ενδείκτης (indicator) προσχώρησης στο συγκεκριμένο κοινωνικό υποσύνολο.
3. Οι επόμενες γενιές των ομιλητών που θα μεγαλώσουν στο συγκεκριμένο υποσύνολο, ανταποκρινόμενοι στις ίδιες κοινωνικές πιέσεις, μετακινούν τη γλωσσική αλλαγή ακόμα μακρύτερα από το πρότυπο που δέχθηκαν από τους γονείς τους. Το συγκεκριμένο στάδιο ορίζεται ως υποσυνείδητη υπερδιόρθωση (hypercorrection from below).
4. Εφ' όσον οι αξίες του συγκεκριμένου υποσυνόλου υιοθετούνται και από άλλα υποσύνολα της γλωσσικής κοινότητας, η φωνητική αλλαγή που σχετίζεται με την κύρος του να ανήκει κανείς σε αυτό το υποσύνολο επεκτείνεται και στα άλλα υποσύνολα.
5. Τα όρια διάδοσης της φωνητικής αλλαγής είναι και τα όρια της γλωσσικής κοινότητας.
6. Μόλις η γλωσσική αλλαγή μαζί με τις σχετισμένες με αυτήν αξίες φτάσει στα όρια της επέκτασής της, η γλωσσική μεταβλητή γίνεται ένας από τους σταθεροποιημένους τύπους, μεταβάλλεται δηλαδή σε νόρμα που χαρακτηρίζει τη γλωσσική κοινότητα. Όλα τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας αντιδρούν ομοιόμορφα στη χρήση της (χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι το αντιλαμβάνονται). Η μεταβλητή λειτουργεί πια ως σημάδι (marker) και ξεκινά να παρουσιάζει υφολογική ποικιλία.
7. Φυσικά η κίνηση της γλωσσικής μεταβλητής κατά τη διάρκεια της αλλαγής της δημιουργεί αναταράξεις και στο υπόλοιπο φωνολογικό σύστημα, το οποίο προσπαθεί να καλύψει τα δομικά κενά που σχηματίζονται από τις μετακινήσεις των εσωτερικών στοιχείων.
8. Οι δομικές αναδιαρθρώσεις και ανασκευές οδηγούν σε μια σειρά από νεές φωνητικές αλλαγές που συνδέονται γενετικά με την πρώτη αλλαγή. Ωστόσο, άλλα υποσύνολα που στο μεσοδιάστημα υιοθέτησαν την πρώτη γλωσσική αλλαγή ως μια απλή νόρμα της γλωσσικής κοινότητας. Αντίθετα οι νέες παρεπόμενες γλωσσικές αλλαγές για αυτούς αποτελούν τη φάση εκκίνησης που τους θέτει στο στάδιο 1. Φαίνεται πως αυτός ο συγκεκριμένος μηχανισμός ανακύκλωσης είναι η αιτία για τις συνεχείς εκκινήσεις νέων αλλαγών.

Υποσυνείδητη αλλαγή

1. Αν η ομάδα στην οποία η αλλαγή ξεκίνησε έχει χαμηλό κοινωνικό κύρος, τότε ο συγκεκριμένος γλωσσικός τύπος αρχίζει να στιγματίζεται από την υψηλή τάξη.
2. Αυτός ο στιγματισμός, δημιουργεί την συνειδητή αλλαγή, μια σποραδική και ακανόνιστη διόρθωση των αλλαγμένων τύπων προς το γλωσσικό πρότυπο της ομάδας που κατέχει την υψηλότερη κοινωνική θέση. Το συγκεκριμένο πρότυπο, το πρότυπο κύρους είναι αυτό που οι ομιλητές στοχεύουν και θέλουν να χρησιμοποιούν για να ταυτιστούν με την κοινωνική αξία της υψηλής τάξης.
3. Αν το πρότυπο κύρους της υψηλής τάξης προτείνει διαφορετικούς τύπους από αυτούς που χρησιμοποιούν άλλες κοινωνικές ομάδες στην ίδια λεξική τάξη τότε οι άλλες ομάδες θα επιδείξουν ένα δεύτερο τύπο υπερδιόρθωσης, σπρώχνοντας την προφορά τους σε έναν τύπο που βρίσκεται ακόμα πιο μακριά από τον αλλαγμένο τύπο κύρους. Αυτή η κίνηση ονομάζεται συνειδητή υπερδιόρθωση (hypercorrection from above).
4. Κάτω από την επίδραση σημαντικού κοινωνικού στιγματισμού, ένας τύπος μπορεί να γίνει αντικείμενο δημόσια διατυπωμένων απόψεων αποδοκιμασίας και να εξαφανιστεί. Ο ισχύον τύπος τότε γίνεται στερεότυπο ομιλίας.
5. Αν η αλλαγή ξεκινήσει από την ομάδα υψηλής τάξης της κοινωνίας, τότε ο τύπος γίνεται πρότυπο κύρους για όλα τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας. Ο αλλαγμένος τύπος τότε υιοθετείται σε πιο προσεγμένες μορφές ομιλίας από όλες τις άλλες ομάδες αναλογικά με την επαφή που έχουν τα μέλη τους με ομιλητές του προτύπου κύρους. Εναλλακτικά ορισμένες ομάδες που ιδεολογικά αντιτίθενται στην υψηλή τάξη αναπτύσσουν τύπους αντι - κύρους δηλαδή χρησιμοποιούν με έμφαση γλωσσικούς τύπους διαφορετικούς από τα γλωσσικά πρότυπα κύρους περιχαρακώνοντας γλωσσικά με αυτόν τον τρόπο την ιδεολογική αντιπαράθεσή τους. Ειδικότερα το τελευταίο μπορεί κανείς να το παρατηρήσει σε κοινωνίες που φιλοξενούν μειονοτικές υποομάδες. Οι τελευταίες για να διατηρήσουν την εθνική, γεωγραφική, πολιτική, θρησκευτική ή κοινωνική τους ταυτότητα υιοθετούν στο ευρύτερο δυνατό σημείο τα γλωσσικά χαρακτηριστικά του χώρου τους που τις περισσότερες φορές έρχονται σε αντίθεση με τα υπάρχοντα πρότυπα.

3.2 Μικροκοινωνιολογικοί Παράγοντες

Οι παραπάνω μηχανισμοί λειτουργούν σε επίπεδο μακροκοινωνιολογικών μονάδων όπως η κοινωνική τάξη. Ωστόσο η γλωσσική συμπεριφορά μελετάται και σε μικροκοινωνιολογικό επίπεδο. Ειδικότερα, όταν μελετούμε την γλωσσική αλλαγή η εστίαση σε μικρότερες κοινωνιολογικές μονάδες της τάξης είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Η θεωρία που έχει ερμηνεύσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τις γλωσσικές αλλαγές σε αυτό το επίπεδο είναι η θεωρία των κοινωνικών δικτύων. Στηριζόμενη στην ανθρωπολογική σχολή του Λονδίνου, το κοινωνικό δίκτυο αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι τίποτε άλλο από συναθροίσεις ανθρώπων που τους συνδέουν κάποιου είδους δεσμοί. Έτσι για παράδειγμα οι μαθητές μιας τάξης, τα μέλη μιας οικογένειας, οι συνεργάτες σε μια δουλειά απαρτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά δίκτυα. Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνικών δικτύων είναι η πυκνότητα (density) και η πολλαπλότητα (multiplexity). Η πυκνότητα εξαρτάται κατά πόσο όλα τα μέλη ενός κοινωνικού δικτύου γνωρίζονται μεταξύ τους. Αν π.χ. σε μια γειτονιά όλοι γνωρίζουν τους πάντες τότε το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο λέμε ότι παρουσιάζει μέγιστη πυκνότητα. Η πολλαπλότητα σχετίζεται με το πόσων ειδών σχέσεις συνυπάρχουν σε ένα δίκτυο. Έτσι για παράδειγμα αν στην προαναφερθείσα γειτονιά οι κάτοικοι είναι και συγγενείς αλλά και συνεργάτες τότε το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο θεωρούμε ότι παρουσιάζει υψηλή πολλαπλότητα. Ο συνδυασμός υψηλής πυκνότητας και πολλαπλότητας μας ορίζει κλειστά δίκτυα ενώ ο συνδυασμός χαμηλής πυκνότητας και πολλαπλότητας παράγει χαλαρά δίκτυα.
Η γλωσσική έρευνα στα κοινωνικά δίκτυα ξεκίνησε από τις μελέτες του ζεύγους Milroy την δεκαετία του 1970 το οποίο εξέτασε την γλωσσική συμπεριφορά ορισμένων γειτονιών του Belfast της Ιρλανδίας. Η παρατηρηθείσα γλωσσική συμπεριφορά έδειξε ότι ανάλογα με την πυκνότητα και πολλαπλότητα του δικτύου τα μέλη του παρουσίαζαν ομοιογένεια η ετερογένεια στην εκφορά του λόγου. Όσο πιο κλειστό ήταν το δίκτυο τόσο μεγαλυτερη ομοιομορφία παρουσιαζόταν, ενώ αντίθετα όσο πιο χαλαρό το δίκτυο τόσο πιο ετερογενής παρουσιαζόταν η γλωσσική χρήση. Τα ίδια γλωσσικά δεδομένα όταν χρησιμοποιήθηκε η μεταβλητή της κοινωνικής τάξης για να ερμηνευτούν οδήγησε σε μη στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα. Έγινε φανερό λοιπόν ότι οι μικροκοινωνιολογικοί παράγοντες επιδρούν και λειτουργούν στη γλώσσα ορισμένες φορές πολύ πιο άμεσα και πρέπει να συνυπολογίζονται.
Η έρευνα στο μικροκοινωνιολογικό επίπεδο εισάγει βέβαια μια δευτερεύουσα ερμηνευτική παράμετρο της γλωσσικής αλλαγής. Σύμφωνα με αυτήν το βάρος θα πρέπει να πέσει όχι στο σύστημα που αλλάζει, αλλά στον ομιλητή που ξεκινά την αλλαγή, τον "καινοτόμο" ομιλητή (speaker-innovator) που ξεκινά να αλλάζει την προφορά του και καταφέρνει αυτήν την καινοτομία να την διαδώσει στο σύστημα και να την γενικεύσει. Φυσικά δεν συμβαίνει όλες οι καινοτομίες να περνάνε στο σύστημα. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιες συνθήκες επιδρούν έτσι ώστε ορισμένες καινοτομίες από ορισμένους ομιλητές να γίνονται ευρύτερα αποδεκτές... Ως προς το παραπάνω ερώτημα τα κοινωνικά δίκτυα έχουν βοηθήσει ώστε να ξεκαθαρίσουμε το είδος του δικτύου που ευνοεί ή σταματάει τις καινοτομίες. Ειδικότερα το δίκτυο που ευνοεί τη διάδοση της γλωσσικής αλλαγής κατά τον Milroy (1992: 177) είναι αυτό των ανοιχτών δικτύων που τα μέλη τους παρουσιάζουν χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους. Τα κλειστά δίκτυα επιβάλλουν στα μέλη τους συμπεριφοριστική νόρμα (που επεκτείνεται και στη γλωσσική συμπεριφορά). Μαγνητίζουν τα μέλη τους, τα ενώνουν με δεσμούς αλληλεγγύης και επομένως τα κάνουν συντηρητικά και λιγότερο δεκτικά σε εξωτερικές επιδράσεις. Επομένως οποιαδήποτε τύπου γλωσσική αλλαγή θα διαχυθεί ευκολότερα μέσα από τα ανοιχτά κοινωνικά δίκτυα τα οποία λόγω της φύσης τους έχουν πολλά μέλη και καλύπτουν κοινωνικά και γεωγραφικά μεγάλα διαστήματα. Ο καινοτόμος ομιλητής επομένως είναι πολύ πιθανότερο να ανήκει σε ένα ανοιχτό κοινωνικό δίκτυο με χαλαρούς δεσμούς στα τοπικά κλειστά δίκτυα. Αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ κλειστών δικτύων και ακριβώς λόγω της κομβικής του θέσης μπορεί να μεταδώσει τη γλωσσική αλλαγή σε εύρος. Η θέση από μόνη της όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται να υπάρχει και μια προδιάθεση στα μέλη των κλειστών δικτύων για να δεχθούν μια αλλαγή που εισάγει ένα εξωτερικό μέλος. Θα πρέπει να υφέρπει μια μορφή συμπάθειας και διάθεση σύγκλισης για να ενσωματωθεί μια γλωσσική αλλαγή.
Παράλληλα με τον καινοτόμο ομιλητή θα πρέπει να οριστεί και μια άλλη δομική θέση στο κοινωνικό δίκτυο, αυτή του πρώιμου ενστερνιστή (early adopter). Αυτός συνήθως είναι κεντρικό μέλος του δικτύου και μόλις η καινοτομία τον φτάσει τη διαδίδει σε όλο το δίκτυο. Λόγω της κλειστής μορφής του δικτύου η καινοτομία διαδίδεται ραγδαία και σε σύντομο χρονικό διάστημα γενικεύεται απόλυτα. Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι συγκεκριμένα πρόσωπα παγιώνονται σε αυτές τις θέσεις. Το πρόσωπο του πρώιμου ενστερνιστή καθώς και του καινοτόμου ομιλητή μπορεί κάθε φορά να αλλάζει. Αυτό που μένει σταθερό είναι το είδος της σχέσης όπως αυτή ορίζεται στο δομικό ιστό του δικτύου.

4. Συμπεράσματα

Τόσο το μακρο όσο και το μικροκοινωνιολογικό μοντέλο ερμηνείας της γλωσσικής αλλαγής παρουσιάζουν διαφορετικού τύπου μηχανισμούς. Το μακροεπίπεδο στηρίζεται στην έννοια του κοινωνικού κύρους το οποίο θεωρεί κινητήρια δύναμη που κατευθύνει οποιαδήποτε γλωσσική συμπεριφορά. Το άμεσο πρόβλημα που προκύπτει βέβαια είναι ότι στηρίζεται πάνω στην έννοια της τάξης και της λειτουργικής της σημασίας στην κοινωνική οργάνωση (δομικός λειτουργισμός του Parsons) θέση που η σύγχρονη κοινωνιολογία αμφισβητεί ανοιχτά. Το μίκρο επίπεδο αντίθετα στηρίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις και την κοινωνική ψυχολογία που αναπτύσσεται στα πλαίσια της διεπίδρασης των ομάδων. Και εδώ όμως υπάρχουν προβλήματα σχετικά με τον κοινωνιολογικό προσανατολισμό του μοντέλου και την μεθοδολογία έρευνας της γλωσσικής αλλαγής, η συζήτηση των οποίων ωστόσο ξεφεύγει από τα περιθώρια αυτής της παρουσίασης.

Βιβλιογραφικές Σημειώσεις

1 Weinreich, U. Labov, W. and Herzog, M. 1968. "Empirical foundations for a theory of language change". In Lehmann, W.P. and Malkiel Y. (eds). Directions for historical linguistics. Austin: Texas Unversity Press.
2 Migliorini, Bruno 1988. Storia della lingua italiana, Volume 1.
Firenze: Sansone Editore.
3 Το φαινόμενο είχε ήδη εντοπιστεί από την δεκαετία του 1950 (βλ.Hockett 1950).
4 Milroy, J. 1992. Linguistic variation and change. Oxford: Blackwell.


© copyright ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, 1997


Για επικοινωνία στείλτε μήνυμα στην διεύθυνση: gmikros@ilsp.gr