ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ Δ. ΡΕΛΛΟΣ

 

 

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΘΗΝΑ 1983

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γραμμένο το 1979 αυτό το έργο αποτελεί μια προσπάθεια για την ανίχνευση ορισμένων βαθιών υπαρξιστικών ανησυχιών του σύγχρονου ανθρώπου.
Η μοναξιά, η αχαριστία, η αδικία, η μεγαλοπρέπεια και η μικροπρέπεια συνθέτονται σε ένα ποιητικό σύνολο, όπου ο αρχαίος μύθος δέχεται έναν μετασχηματισμό που "αποηρωποιεί" τον ήρωα και τον οδηγεί διαλεκτικά σε ένα τόσο παράλογο όσο και μοιραίο τέλος.


1. Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η μουσική έφτανε ως τα' αυτιά του από πολύ κοντά,
ήταν η μελωδία της χαράς
σ' αντίθεση με το σκληρό βουητό του πόνου.
Κατά τα άλλα όλα ήταν ήσυχα
ή καλύτερα, όλα είχαν ησυχάσει.
Κι όμως το μαρτύριο συνεχιζόταν
πάνω στα παγωμένα νερά,
στις χιονισμένες βουνοκορφές,
στους απόκρημνους βράχους.
Τότε, για μια στιγμή, προσπάθησε να αφουγκραστεί καλύτερα,
να καταλάβει από πού έρχονταν αυτοί οι ήχοι...
είχε... ποιος ξέρει πόσα; χρόνια
ν' ακούσει μια τέτοια γλυκιά μελωδία
και ήταν μεσάνυχτα
και ήταν παγωνιά
και ήταν μόνος...
Το τυραννισμένο πρόσωπο συσπάστηκε για μια ακόμα φορά,
για να γεμίσουν τα μάγουλά του από βαθιές ρυτίδες,
τίναξε το κεφάλι του
για να το απελευθερώσει από τα μακριά μαλλιά του,
πόσων χρόνων άκοφτα μαλλιά τάχατες;
κανείς δεν θα θυμόταν πια...
Και τότε κατάλαβε,
τότε θυμήθηκε,
τότε προσπάθησε να αναλογιστεί...
Η μουσική που άκουγε
δεν έβγαινε από τις χορδές
της λύρας των μουσών
ή κάποιου μουσικού συγκροτήματος,
έβγαινε από μέσα του - αυτό ήταν.
Η αρμονία είχε χαθεί για πάντα μέσα του,
αλλά όχι και η δύναμη.
Υπήρχε μια ορμή, μια σκέψη...
Ναι! Η μουσική ερχόταν απ' τα σπλάχνα του!
Κι έφερνε, όμως, τόσες και τόσες πικρές αναμνήσεις...
Τέσσερις χαλκάδες στα άκρα του
τον κρατούσαν κολλημένο στα βράχια,
ήταν όμως πράγματι τέσσερις;
κι ήταν πράγματι από σίδερο;
ε, όχι, γι' αυτό δεν ήταν σίγουρος.
Ίσως να 'ταν τέσσερα κομμένα φτερά,
ή τέσσερα κομμένα χέρια...
Πάντως ήταν ένα σώμα δίχως μιλιά.
"Τι είχε κάνει";
"Πότε"; "Τι ήταν αυτό";
Τέτοια ερωτήματα τον βασάνιζαν νύχτα-μέρα.
Το τοπίο ήταν όμορφο! Αυτός;
Υπήρχε πράγματι εκεί φυλακισμένος;
ή μήπως το φαντάζονταν;
Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια!
Κανείς δεν θα μπορούσε να πει...
Και συνέχισε να σκέπτεται...

 

2. Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ήταν εκείνη η στιγμή
που φώναξε απελπισμένα:
"Τιμωρημένος από τους θεούς,
ξεχασμένος από τους ανθρώπους".
Στις πλαγιές αντήχησε βοερά η φωνή του.
"Γιατί να ζω ακόμα εδώ πάνω,
γιατί η μοίρα μου να 'ναι τόσο σκληρή,
δεν μπορώ να 'μια μόνος..."
Και τότε αντίκρισε την θεά.
άπλωσε αμέσως τα ταλαίπωρα χέρια του
για να την αγγίξει, να την αγκαλιάσει...
Ένα σκίρτημα χαράς τον κατέλαβε ολόκληρο.
Τα μάτια της ήταν γαλανά,
όχι, μάλλον βαθιά καστανά...
αλλά τι σήμαινε αυτό σ' έναν τυφλό;
Ήταν πανύψηλη, παντοδύναμη, το 'ξερε...
Αυτή μπορούσε να τον ελευθερώσει!
Γονάτισε μπρος της για να φιλήσει τα πόδια της.
Σηκώθηκε κατόπιν να της μιλήσει.
Κι όμως δεν δέχθηκε ούτε ένα χαμόγελο
ούτε έναν λόγο συμπόνιας και παρηγοριάς.
Γι' αυτόν όμως ήταν και έκανε το ίδιο.
Αυτή ήταν η ελευθερία, η θεά Ελευθερία,
αυτός ήταν ο σκλάβος...
Σηκώθηκε να την αγκαλιάσει.
Αλίμονο όμως γι' αυτόν.
Τα δυό του χέρια έπιασαν τον άδειο αέρα,
χαμένος κόπος.
Κοίταξε τότε καλύτερα.
Δεν υπήρχε πλέον θεά.
¨Η, ίσως, να μην υπήρξε ποτέ.
Ξέσπασε σε κλάματα.
Δεν είχε καν προσπαθήσει να την αγκαλιάσει
γιατί δεν υπήρχε πουθενά τέτοια θεά.
Μα και να 'θελε, δεν θα μπορούσε.
Οι χαλκάδες τον κράταγαν σφιχτά κολλημένο
πάνω στον βράχο της απελπισίας.
Το μυαλό του πήγε να σπάσει.
Έβαλε όση δύναμη μπορούσε στα μπράτσα του
για να ξετινάξει τα δεσμά του - αλλά...
μάταιος κόπος - τα σίδερα δεν έσπαγαν,
δεν μπορούσαν να σπάσουν απ' τα χέρια ενός θνητού...
Η ανάσα του ακούστηκε βαριά.
Ίσως να την άκουσαν τα θηρία της νύχτας,
ίσως να την άκουσε το όρνιο της μέρας,
ίσως να την άκουσε ο βράχος της σκλαβιάς του,
ίσως να την άκουσε η ζωή...

 

3. Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ

"Χίλια μερόνυχτα, χιλιάδες μερόνυχτα,
νύχτες και μέρες λησμονιάς,
αλίμονο στους ζωντανούς,
χαρά στους νεκρούς και τους υποταγμένους!"
Αυτά τα λόγια ψέλλισε ο Προμηθέας καθώς ξημέρωνε,
καθώς ξεκίναγε και χάραζε μια νέα μέρα δίχως ελπίδα.
"Δεν βλέπω μπρος μου τίποτα άλλο
από ερείπια και αχαριστία,
αυτή ήταν η ανταμοιβή μου!
Προτιμότερη η φυγή στον άλλο κόσμο, του ’δη,
τουλάχιστον εκεί κανείς δεν είναι μόνος..."
Κι άλλα βογκητά του μεγάλου Δεσμώτη, του Ανθρώπου της Μοίρας,
η ιστορία του είναι γνωστή.
"Σε καταδικάζουμε λοιπόν, Προμηθέα,
σε ατελεύτητα δεσμά
στην ψηλότερη κορφή του Καύκασου,
να τυραννιέσαι στην απελπισία
και για μόνη παρηγοριά σού προσφέρουμε ένα όρνιο,
που κάθε μέρα θα έρχεται για να σου κατασπαράζει το συκώτι
κι αυτό το συκώτι θα ξαναγεννιέται τη νύχτα,
για να επαναληφθεί το ίδιο την επόμενη μέρα.
Κι αυτή η καταδίκη σού επιβάλλεται, Προμηθέα,
γιατί ξανάδωσες τη φωτιά στους ανθρώπους,
γιατί παράκουσες τις εντολές μας,
γιατί θέλησες την ευτυχία τους.
Οι κοινοί θνητοί δεν δικαιούνται έλεος, Προμηθέα.
Και συ δεν λογαριάζεσαι από μας
παρά σαν κοινός θνητός
και τέτοιος θα παραμείνεις σε όλη σου τη ζωή".
Αυτή ήταν η καταδικαστική απόφαση των ολύμπιων θεών,
που ακούστηκε πριν χιλιάδες χρόνια από το στόμα του Δία.
Ήταν μια καταδίκη εγωισμού για τους θεούς,
περηφάνιας για τον ήρωα.
Κι όμως οι πράξεις ξεχνιούνται,
οι άνθρωποι λησμονούν.
"Δεν ζητώ ελεημοσύνη",
φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο Προμηθέας,
βλέποντας για πρώτη φορά το όρνιο να πλησιάζει προς το μέρος του.
Και αγόγγυστα, σφίγγοντας τα δόντια,
τεντώνοντας τους μυς του,
μ' ορθάνοιχτα τα μάτια
παρακολούθησε το όρνιο του ουρανού στο απαίσιο έργο του.
Πόνεσε, αλλά δεν μίλησε,
δεν φώναξε, δεν υπέκυψε.
Ήξερε τι ήθελαν οι θεοί,
αλλά και τι ήθελε αυτός.
"Ναι, δεν υποκύπτω, δεν θα υποκύψω ποτέ!"
φώναξε θριαμβευτικά, μόλις το πουλί έφευγε.
Το αίμα έβγαινε άφθονο απ' τα πλευρά του.
Ο ουρανός κατασκοτείνιασε...

 

4. ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Εκείνη η μέρα ήταν διαφορετική,
το καταλάβαινε, κάτι θα συνέβαινε.
Μόνο που δεν ήξερε τι!
Ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα
απ' τις πανύψηλες βουνοκορφές, ήταν πρωί.
Ήταν η στιγμή του όρνιου.
"Τι φριχτή είναι αυτή η καταδίκη!
Είναι ένα μαρτύριο θανάτου.
Και τώρα, μετά από τόσες και τόσες μέρες και νύχτες,
να μια ακόμα φορά που περιμένω το όρνιο,
κι όμως αισθάνομαι πως κάτι θα συμβεί".
Όλα αυτά τα συλλογίστηκε ο Δεσμώτης
και συνέχισε να σκέπτεται...
"Αλήθεια, απ' την καταδίκη μου,
από εκείνα τα χρόνια,
το μόνο πλάσμα που έχω δει
είναι αυτό το φοβερό, χωρίς όνομα, πλάσμα,
το όρνιο που με κατασπαράζει...
Και τώρα αργεί,
τι να συμβαίνει άραγε;"
Η αγωνία άρχισε να τον τρώει.
Εκείνο το πρωινό ήταν παράξενο, γιατί όμως;
"Έχει αργήσει, αυτό είναι,
γι' αυτό μου φαίνεται παράξενη η μέρα,
αλλά γιατί έχει αργήσει;"
Ο Προμηθέας άρχισε να στριφογυρίζει, όσο μπορούσε,
όσο του επέτρεπαν τα δεσμά του...
Κοίταξε προς τον ανοιχτό ορίζοντα, τίποτα.
"Αχαριστία και μικροψυχία", ανέκραξε δυνατά.
"Αχαριστία των θνητών.
Μικροψυχία των θεών.
Γι' αυτό υποφέρω εδώ πάνω,
γιατί κανένας δεν με σκέπτεται πια,
γιατί όλοι με ξέχασαν,
λησμόνησαν τι έδωσα, ποιος ήμουνα...".
Η φωνή, γιατί δεν ήταν πια σκέψη,
ήταν μια κραυγή πληγωμένου ζώου,
ήταν ουρλιαχτό.
"Και τι μούμεινε, αλίμονο,
ένα καταραμένο πουλί, ο δήμιός μου".
Τις τελευταίες λέξεις τις πρόφερε μ' ένα μεγαλόπρεπο τόνο.
"Ε, όχι. Δεν πρέπει να στερηθώ τη συντροφιά του,
χωρίς αυτό θάρθει το τέλος μου!
Κανείς δεν άντεξε στην απομόνωση..."
Οι τελευταίες λέξεις του ήταν λυπητερές.
Τα μάτια του είχαν δακρύσει.
Είχε γίνει ένα με τον δήμιο,
είχε συνταυτιστεί με το μαρτύριο,
ήθελε να ζήσει...
Τότε, ξέσπασε σε λυγμούς...

 

5. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Ήταν νύχτα κακοκαιρίας.
Το ψηλό βουνό ήταν καλυμμένο από κατάμαυρα σύννεφα
και χτυπιόταν άγρια από την καταιγίδα.
Μόνο ο θόρυβος των κεραυνών
και η εκτυφλωτική λάμψη των αστραπών
ήταν πραγματικά ζωντανά στοιχεία μέσα στην κόλαση.
Ο Δεσμώτης, σφηνωμένος στους βράχους,
περίμενε ήρεμα τη συνάντηση με το πεπρωμένο.
Κι όμως, είχε αποκάμει, είχε κουραστεί.
Θα 'θελε να τελειώσει το μαρτύριο.
Το νερό της βροχής του ουρανού
του χτύπαγε αδιάκοπα το πρόσωπο.
Οι ηλεκτρικές εκκενώσεις εκφορτίζονταν
πάνω στα κοντινά του βράχια, μα δεν φοβόταν:
ένας ήρωας δεν φοβάται ποτέ!
Πόσο ήθελε να το πιστέψει!
Όλοι τον περνούσαν για ήρωα, για ημίθεο!
Μα κανείς δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει,
κανείς δεν αντιτάχτηκε στη θέληση των θεών,
μόνο αυτός... Τι κρίμα!
Η καταιγίδα συνεχιζόταν,
αλλά να, κάτι διαφορετικό ακούγεται μέσα στη νύχτα,
κάτι που δεν είναι βροντή, είναι βήματα, βαριά βήματα,
προς το μέρος, ναι, προς το μέρος του Προμηθέα.
Ναι, ήταν άνθρωπος! Και δεν άργησε να φανεί.
Ήταν γιγαντόσωμος, από μακριά φάνταζε για εξώκοσμος,
δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
Πλησίασε και κοίταξε τον Προμηθέα.
Αμέσως μετά έπιασε με τα ατσάλινα χέρια του τους χαλκάδες
και τους έσπασε, τον ένα μετά τον άλλο.
Ο Προμηθέας ήταν ελεύθερος...
Οι δύο ημίθεοι κοιτάχτηκαν για μια στιγμή.
Τότε ο γίγας γύρισε και έφυγε.
Μιά ματιά ήταν αρκετή για τέτοιους ανθρώπους,
για έναν Ηρακλή και έναν Προμηθέα.
Ο Δεσμώτης έπαψε να είναι δεσμώτης.
Έμεινε στη θέση του βλέποντας τον Ηρακλή να φεύγει με μεγάλα βήματα,
κατεβαίνοντας το πανύψηλο βουνό.
Οι κεραυνοί συνεχίζονταν αμείωτοι.
Θα 'λεγε κανείς πως εκείνη τη στιγμή δυνάμωσαν.
Η φύση ένιωθε χαρά ή λύπη
και χτυπούσε πιο δυνατά το ταλαιπωρημένο σώμα του Προμηθέα.
Εκείνος, εκείνη τη στιγμή, σήκωσε τα χέρια του
με σφιγμένες τις γροθιές προς τον ουρανό,
προς τη μεριά των ολύμπιων θεών
και γρύλισε, ήταν πια ελεύθερος.
Αυτός ήταν ο νικητής!
Για πρώτη φορά νικήθηκε η θεία θέληση
από τη θέληση ενός ανθρώπου!
Τώρα ήταν η σειρά του Προμηθέα να κατέβει το τεράστιο βουνό
και να γυρίσει κοντά στους ανθρώπους.
Στην πολύχρονη πάλη του με τους θεούς,
βγήκε ο μοναδικός νικητής,
δεν λύγισε, δεν ζήτησε χάρη.
Του αρκούσε η δύναμή του.
Έριξε μια ματιά γύρω του, στη φυλακή του
και άρχισε να κατεβαίνει.
Μια καινούργια ζωή τον περίμενε...

 

6. ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ

Το γοργό βήμα του τον έφερε σύντομα σε μια μεγάλη πολιτεία.
άρχισε να ξαναβλέπει ανθρώπους,
θνητούς ανθρώπους που ζουν ασταμάτητα μέσα στην ταπεινότητα,
τη μικρότητα, την απελπισία και την άγνοια...
Κοντοστάθηκε στην είσοδο της πόλης
και άρχισε να αναρωτιέται αν τον ξέρουν,
αν τον αναγνωρίζουν όλοι αυτοί οι θνητοί,
αν θυμούνται... αυτός πλέον ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος,
ήταν ημίθεος,
είχε υπερβεί, επιτέλους, τα όρια του εαυτού του,
είχε αναμετρηθεί με τους θεούς
και - το σπουδαιότερο - είχε νικήσει!
Κανείς, όμως, δεν τον κοίταξε,
κανείς δεν πρόσεχε το κουρασμένο κορμί του,
κανείς δεν αισθανότανε τη ματωμένη ανάσα του...
τη μεγάλη πληγή του σώματος και της ψυχής του...
Όλοι γύρω του έμοιαζαν κλεισμένοι στον εαυτό τους,
κουρασμένα όντα μιάς υποτακτικής ζωής.
"Είμαι ο Προμηθέας, δεν με αναγνωρίζετε;"
φώναξε ο ήρωας στον κόσμο γύρω του.
"Είμαι αυτός που σας έδωσε τη φωτιά και το φως,
τη ζεστασιά και την αλήθεια,
αυτός που τα 'βαλε με τη θεία θέληση και νίκησα,
με ακούτε; Νίκησα!"
Όλοι τον άκουσαν ανατριχιάζοντας.
Μόνο για μια στιγμή βγήκαν από την απαίσια
και συνεχή μοναξιά του κορμιού τους
κοιτάζοντας με μάτια χαμένα τον υπεράνθρωπο!
Δεν χρειάστηκαν πάνω από μια στιγμή
για να σκεφθούν και να καταλάβουν.
Αμέσως χλόμιασαν και δεν είπαν λέξη.
Όλων τα πρόσωπα ζάρωσαν από τον φόβο,
μερικοί άρχισαν να τρέχουν,
άλλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους.
Το νέο διαδόθηκε με μια κραυγή παντού,
σ' όλη την πολιτεία, σ' άρχοντες και υπηκόους.
Χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβουν
και λίγη ώρα για να χαθούν όλοι
- κλεισμένοι στα σπίτια τους -
μην τύχει και μολυνθούν από την προσπάθεια του Προμηθέα.
Αντιτάχτηκε στους θεούς!
Τι κι αν ευνόησε, αν ευεργέτησε τους ανθρώπους;
Έπρεπε να τιμωρηθεί και τιμωρήθηκε.
"Μακριά απ' τον Προμηθέα", ήταν μια κραυγή που απλώθηκε παντού.
"Η αχαριστία του ανθρώπου"! ψέλλισε ο Προμηθέας
και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ήταν πλέον μόνος.
Κανένας δεν κυκλοφορούσε πια στους δρόμους...

 

7. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ

Προχωρούσε πλέον με κλειστά μάτια,
δεν μπορούσε να τα' ανοίξει, ήταν υγρά...
βγήκε από την πόλη.
"Ποιος είμαι, άραγε"; αναρωτήθηκε.
Η μνήμη του άρχισε να τον εγκαταλείπει,
ξέχασε τον Ηρακλή, θυμήθηκε τα δεσμά του
στο ψηλό και φοβερό βουνό της μοναξιάς.
Αισθανόταν πάλι σκλάβος,
μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν δεσμώτης του ο Δίας
αλλά ο ίδιος ο εαυτός του...
Νίκησε τους θεούς, αλλά έχασε τη δική του μάχη.
Ένα απογοητευμένο πνεύμα σ' ένα διαλυμένο σώμα.
Και δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να τον βοηθήσει,
να συμμεριστεί τη λύπη του -
δεν είχε πια φίλους...
Έφτασε σ' ένα δάσος.
Προχώρησε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα
σέρνοντας πλέον τα πόδια του.
Διψούσε, ο ιδρώτας τον είχε περιλούσει ως το κόκαλο,
ως το μεδούλι του τελευταίου άκρου του.
Τα πόδια του δεν άντεχαν πια.
Δεν υπήρχαν πια απατούσες, μόνο καταματωμένες σάρκες.
Έπεσε στα γόνατα.
Είχε καταξεσκιστεί από τους αγκαθωτούς θάμνους.
Συνέχισε μπουσουλώντας.
Από το στόμα του έβγαινε αίμα.
Αναθεμάτιζε τη στιγμή που θυσιάστηκε
για το απαίσιο γένος των ανθρώπων,
δεν μπορούσε πια να ζήσει
με την αχαριστία όλων των θνητών -
και δεν είχε ούτε έναν φίλο.
Ξαφνικά ανατρίχιασε - το κατάλαβε: Θα πέθαινε!
Δεν μπόρεσε ούτε να ξεροκαταπιεί.
Είχε πέσει με όλο του το σώμα στο χώμα.
Προσπάθησε να σηκωθεί.
Σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό και... χαμογέλασε.
Ναι, έβλεπε καλά. Ήταν πτηνό,
ήταν το όρνιο του μαρτυρίου, ερχόταν.
Ένα πνιχτό γέλιο χαράς ξέφυγε από τα ξερά χείλια του.
Ναι! Είχε έναν φίλο, έναν αχώριστο σύντροφο,
το πλάσμα που ήταν δήμιός του.
Τώρα πλέον, μπορούσε να ζήσει.
Το όρνιο έκανε δυό γύρους γύρω και πάνω απ' το κεφάλι του Προμηθέα,
πήγε να κάνει και τρίτο γύρο, μα δεν πρόλαβε.
Ένα βέλος το διαπέρασε στον λαιμό
και έπεσε άψυχο δίπλα στον ήρωα.
Το είχε ρίξει κάποιος κυνηγός εκεί κοντά.
Ο Προμηθέας βόγκηξε, βρυχήθηκε σαν άγριο θηρίο,
γιατί κατάλαβε.
Από την τύχη έχασε τον τελευταίο φίλο του...
Προσπάθησε να' αγγίξει το σώμα του όρνιου.
Ήταν ακόμα ζεστό.
Όταν ο κυνηγός πλησίασε,
ο Προμηθέας είχε ξεψυχήσει...

 

 

 


ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΡΕΛΛΟΥ:


"...Αγωνιακή προσπάθεια για συνθετική αναπαράσταση δραματοποιημένης ποιητικής ουσίας...προσφέρεται για σκηνική παρουσίαση... η έκταση της δημιουργικής εμβέλειας ενσωματώνει αποσπάσματα από πεζογραφικά στοιχεία φιλοσοφημένου στοχασμού, καταχωρημένα σε στίχους..."
Γ. Γαλάζης (Ν. Μαυροσκότης)

"...Μέσ' από τους στίχους ξεχωρίζει η εναγώνια σκέψη για τον άνθρωπο..."
Παναγιώτης Κανελλόπουλος

"...Φλογερή καρδιά και ανήσυχη στοχαστικότητα..."
Γεράσιμος Γρηγόρης

Ένας γνήσια προσωπικός ποιητής..."
Τάσος Παπάς



©1999, ΜΙΧΑΛΗΣ Δ. ΡΕΛΛΟΣ

Για ηλεκτρονική αλληλογραφία mrellos@rellos.com