ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
Κοσμική και ερωτική
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1978-1985)
ΑΘΗΝΑ 1988
ΚΟΣΜΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
Ίσως οι αρχαίοι νάχαν δίκιο,
άγνωστη μοίρα τη ζωή μας καθορίζει.
Σε μια πορεία σπρώχνει την ψυχή μας,
μακρινή, γεμάτη δάκρυα, πικραμένη.
Σε κέλυφος διάφανο το σώμα μας
είναι φυλακισμένο και απεγνωσμένα
προσπαθεί ν' αποτινάξει τα δεσμά του.
Ξεκομμένη, μονήρης και σκληρή
είναι η ζωή μας. Ρανίδες σπάνιες ευτυχίας
στο δρόμο μας φωτίζουν το σκοτάδι.
α) Έγκλημα
Σκοτείνιασε έξω, μα είναι ακόμα μέρα...
Τι να τον κάνεις έναν άχρηστο ήλιο;
Να ζεστάνει τι;
Μήπως τον παγωμένο κόσμο
ή τις φτερούγες του χτυπημένου σπουργίτη;
Μια πένθιμη μουσική
ταιριάζει μόνο σε μια κηδεία.
Μια ζεστή ηλιαχτίδα
ταιριάζει μόνο σε μια παγωμένη καρδιά.
Εντάξει, να καταλάβεις τα πάντα!
Προσπάθησε!
Μαύρες τρύπες στην κόλαση
είναι τα μάτια του φωτός.
Ο Παράδεισος δεν έχει μάτια,
δεν ακούει, μόνο απαγορεύει...
Έκρηξη φωτός,
καταχνιά σκιάς.
Ένα βρώμικο παιχνίδι.
Και όλοι αυτοί, τι κρίμα, αλήθεια!
Να ζουν στο σκοτάδι και στη βρωμιά...
Αλίμονο! Ποια νάναι η τύχη των θνητών;
Η κατάρα της ζωής;
Η έκφραση του τίποτα;
Πρόσεξε έξω, ξαναβγαίνει ο ήλιος...
Είμαι σίγουρος, είναι σίγουροι.
Τα περίμενες όλα διαφορετικά.
Πού να πιστέψεις τι σε περίμενε...
Και που τάκουσες αδιαφόρησες.
Είναι όμως άδικο, είναι ντροπή...
Να προσπαθείς μάταια,
να αγωνίζεσαι για το μηδέν,
να αγωνιάς για την ανυπαρξία,
να ζεις για ένα ξεροκόμματο ελεημοσύνης,
σαν τον παράλυτο της κεντρικής λεωφόρου...
Οι πέτρες λειώνουν,
τα βράχια γκρεμίζονται,
τα λουλούδια μαραζώνουν,
ο ήλιος σβήνει...
Μια μάταιη καλοσύνη ενός φτωχού ερημίτη...
Μια απελπισμένη ματιά έξω απ' τη χαρά...
Τι τραγωδία!
Να την αισθάνεσαι τόσο δυνατή μέσα σου
και να μη μπορείς να την εκφράσεις...
Ειρωνεία της τύχης,
αδυναμία της φύσης...
Πάλι το πένθιμο εμβατήριο για τους δυνατούς,
η ασχήμια για την αλήθεια,
η φυγή από τον Παράδεισο!
Σε ξέρω πολύ καλά,
όσο δεν φαντάζεσαι
και όσο ποτέ δεν θα πιστέψεις...
Σε αναγνώρισα όταν πάλευες
μ' εκείνο το θηρίο, το άγριο, της ζούγκλας.
Τότε ήσουν και συ ζούγκλα...
Σε αναγνώρισα όταν σε μαστίγωναν σα ζώο,
αδιαφορώντας για σένα, γιατί ήσουν σκλάβος...
Σε αναγνώρισα στο πρόσωπο του Σπάρτακου,
όταν σήκωσες το σπαθί σου δυο σπιθαμές από το λαιμό του δήμιου,
ανώφελα...
Σε είδα πολύ αργότερα,
όταν σ' εκτελούσαν στο Μάϊ-Λάϊ...
Είδα τον τρόμο στα μάτια σου
και τη φλόγα της εκδίκησης
να καίει στα σπλάχνα σου.
Κι όμως, εσύ ζεις ακόμα.
Μπορείς και συνεχίζεις.
Συμπλέκεσαι με τις σιδερόφρακτες
στρατιές του πεπρωμένου.
Παλεύεις για ν' ανασάνεις
τον αέρα της νέας άνοιξης,
δίχως να ξέρεις αν αυτή
κάποτε θαρθεί...
Το όραμα διακόπηκε ξαφνικά
Σα νάχε τάχατες καταφέρει το σκοπό του.
Ο θόρυβος των πολυβόλων δυνάμωνε
και οι ερπύστριες των τανκς
έλειωναν τα πάντα στο διάβα τους.
Η ξιφολόγχη εκείνου του σκληρού
λοχία των εχθρών
μπήχτηκε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
εκείνης της γυναίκας, που το
μικρό παιδί της έπαψε πια να
χαμογελά, όπως και να βυζαίνει.
Η μαύρη ερημιά ξαναπλάκωσε τον
πλανήτη μας,
καθώς η σφαίρα ενός νέου
ήταν το τέλος μας.
Ένας μικρός ξύλινος σταυρός
χώθηκε πάνω απ' το χώμα
που κείτονταν το τρυπημένο
κορμί μιας μάνας.
Παραδίπλα το μικρό παιδί της
κλαίει ακόμα, μη μπορώντας
να καταλάβει.
Και δίπλα στον σταυρό
μια μαργαρίτα της άνοιξης
αρχίζει να ξεπροβάλλει.
Η νύχτα πλάνεψε τη φύση
κι η αγάπη στέρεψε στη γη,
ποια νάναι άραγε η λύση,
ποιος τι πια μπορεί να πει;
Το χαμόγελο μεγάλωσε στα χείλη,
έλαμψαν τα μάτια από χαρά,
οδήγησαν στου ουρανού την πύλη
και φώτισαν τον κόσμο ακόμα μια φορά!
Τα μάτια τα ωραία που εδάκρυσαν
προδώσανε αισθήματα σπουδαία,
τι κρίμα όμως που μαράζωσαν
τα κρίνα εκείνα σε δημόσια θέα.
Ειρήνη ζήτησε ο αδερφός,
ασφάλεια εκείνος ο αστός,
πάτησε τη σκανδάλη ο εχθρός
κι έσβησε με μιας ο τυχερός.
Μια ηλιαχτίδα στην ψυχή
φωτίζει τις καρδιές μας,
μια σφαίρα, όμως, μια φωνή
σκεπάζει τις κραυγές μας.
Ένα λουλούδι μεγαλώνει στην αυλή,
μια σύντομη ζωή με τέλος και αρχή.
Ένα όμορφο κλωνάρι ντυμένο στα πράσινα,
που στηρίζει φυλλαράκια της ωραιότητας.
Όλα τα χρώματα του κόσμου
σωριάζονται και ανασυνθέτονται εμπρός!
Ένα ακουμπητό, και ένωση του χρόνου,
ένα άγγιγμα της σκέψης και μια αυταπάτη.
Η ζέστη ακολουθεί το κρύο κι αυτό τη ζέστη.
Μα ο καιρός κυλάει.
Πρόκειται για ένα δίλημμα, για μια εκλογή.
Θα κόψεις ή όχι το λουλούδι.
Αν το κόψεις θα πεθάνει σ' ένα βάζο,
αν τα' αφήσεις θα ξεραθεί στην ερημιά.
Η έρημος απλώνεται παντού
και η στενοχώρια γίνεται κανόνας.
Μόνο η ομορφιά μεταμορφώνει την έρημο
σε εύφορη κοιλάδα.
Φυσάει δυνατά ο αγέρας...
Ένα θρόισμα διαπερνά το μεδούλι...
Η ΑΓΑΠΗ
(ως πάθος)
Φλόγες καίνε τη σάρκα
και ουρλιαχτά ακολουθούν.
Κραυγές που καλούν,
μια κλήση δύναμης ή αδυναμίας,
κανείς δεν ξέρει...
Πώς το ένα μπορεί να είναι όλα;
Πώς μπορείς να γίνεις τα πάντα;
Πώς μπορείς να σταματήσεις το χρόνο;
Ζεστή αγκαλιά και παράφορη θέληση.
Ελπίδες, όνειρα και ζωή μέσα σε μια ματιά.
Σκέψεις ηλεκτρικές και δονήσεις παλμικές
μεταφέρουν το σκηνικό σε μια άλλη διάσταση,
του πάθους.
Τι είναι τελικά η αγάπη;
Μια ολοκλήρωση, μια μέθεξη,
ένα όνειρο ή μια αυταπάτη;
Ατέλειωτες σκέψεις δεν φέρνουν συμπεράσματα.
Μια αδυναμία φαντάζει μοναδική.
Είναι ένας άλλος κόσμος
και ακριβώς παραδίπλα το μίσος.
Ένα δάκρυ δεν γίνεται ποτέ ποταμός!
Και σ' αγαπώ
χωρίς να ξέρω το γιατί
κι αναπολώ
όλες εκείνες τις στιγμές
που ζήσαμε μαζί.
Είσαι ένα φως
μες στην ομίχλη της αυγής,
είσαι ένας φάρος της ακτής
για ένα πλοίο της γραμμής,
είσαι για μένα το κλειδί
μιας άλλης αίσθησης κρυφής,
είσαι το μέτρο της ζωής!
Και σαν στη μνήμη μου ξανάρχονται
όλες αυτές οι αναμνήσεις,
νιώθω τις σκέψεις μου να χάνονται
μέσα στις τόσες παρορμήσεις.
Σαν μια φιγούρα της βραδιάς ονειρεμένη
ήρθες στον ύπνο μου εχθές αγαπημένη
και κούρδισες μια νότα ξεχασμένη
της μοναξιάς μου σκιά τη γελασμένη.
Τα χάδια σου ακούμπησαν
τα χείλη της καρδιάς μου,
σταλιά φωτός της έσταξαν
βαθιά μες στη ματιά μου.
Κι ήρθε μια λάμψη μαγική
μνήμη παλιά θαμμένη,
εσένα σαν θυμήθηκα
φιγούρα λυπημένη!
Εσύ που έδινες την αιωνιότητα
σ' ένα χαμόγελο,
με μια ματιά,
δεν είσαι τώρα
παρά εικόνα,
μια φαντασίωση του νου...
Υπήρξες άραγε ποτέ;
αναρωτιέμαι...
Μήπως η μνήμη μου με απατά;
Ποια 'ναι η αλήθεια
και τι το ψέμα,
ποιο 'ναι το νόημα της ερημιάς;
Εσύ που έδινες την αιωνιότητα
σ' ένα χαμόγελο,
σε μια ματιά,
δεν είσαι τώρα
παρά εικόνα,
μια φαντασίωση του νου...
Θάθελα κάτι να σου γράψω
για την αλήθεια της ζωής.
Το ψέμα της υποκρισίας
είναι παντού, μας καταδιώκει,
όπως η νύχτα φοβάται την ημέρα,
μα την ακολουθεί συνάμα.
Κι όμως, το φως διαλύει το σκοτάδι!
Μην το φοβάσαι. Είναι το φως
πιο δυνατό απ' το σκοτάδι!
Χρυσές ανταύγειες τ' ουρανού
δίνουν ζωή στο όνειρο.
Κι όταν πιστέψεις, ό,τι πιστέψεις,
αυτό θα είναι αληθινό!
Χωρίς εσένα δεν αξίζει η ζωή.
Μόνο ο ήλιος ζεσταίνει την παγωμένη ψυχή.
Μόνο οι ακτίνες του ήλιου καίνε τον πάγο.
Μια καταδίκη ανηλεής είναι μπροστά μας,
πόνο προστάζει, λύπη και μοναξιά.
άπιαστο πουλί η ευτυχία,
κατάρρευση της κάθε ισορροπίας,
γιατί χωρίς εσένα δεν αξίζει η ζωή.
Ένα όνειρο πλανιέται στον ορίζοντα,
μα είναι τόσο μακρινό και φευγαλέο.
Κυνήγησέ το μέχρι τέλους.
Δέξου όλες τις συνέπειες του ονείρου,
μιας και το όνειρο μπορεί να πραγματώσει
κάθε επιθυμία της καρδιάς.
Αφόρητος ο κόσμος και πικρός
χωρίς μια γλύκα, γιατί χωρίς εσένα δεν αξίζει η ζωή.
Αγέρας μανιακός χτυπάει
μ' ασυγκράτητη βοή κι ορμή,
τα ξύλινα τα κάστρα τα χαλάει
που έχτισε μια τόση δα ψυχή.
Κι αυτή θυμάται τα πικρά
λόγια της μνήμης ξεχασμένα,
θυμάται όνειρα παλιά
σ' ωραία χρόνια περασμένα.
Ζεστή μαγική βραδιά
προσφέρει χάδια τρυφερά
σ' αυτή τη φλογερή καρδιά.
Στης διπλής συντροφιάς τα' αυτιά
δυο λέξεις αντηχούν γλυκά,
μ' αποκούμπι στερνό τη ματιά.
Ατέλειωτη τ' αγνώστου πτήση,
του μαύρου ουρανού οι αστραπές,
γόρδιος ο δεσμός ο χωρίς μια λύση,
του πόνου άπειρες καταστροφές.
Εξόρμηση στην άβυσσο
της ηλιαχτίδας η πορεία,
πηγή ζωής το όνειρο
ενάντια στην απέραντη κακία.
Στην καταιγίδα της ζωής
μ' αισθήματα γενναία
αστείρευτο το αίμα της πληγής.
Του σύμπαντος η άφταστη ορμή
τα άκρα όλων περονιάζει
κι αντίδραση μονάχα μια κραυγή.
Της ανοιξιάτικης αυγής ευχή,
θαλασσινό ταξίδι υπομονής,
να κλείσει μια παλιά πληγή,
το τέλος κάποιας εποχής.
Πέρα απ' τα πράσινα τα δάση,
πάνω σ' απόκρημνες πλαγιές,
άραγε τι νάχεις χάσει
εκεί στις όμορφες βουνοκορφές;
Γλυκιά οπτασία προσμένεις
σε όποιας ημέρας μορφή
στ' ονείρου την εύφορη γη.
Στ' αλήθεια γυρεύεις να μάθεις
όραμα αγάπης να ζεις,
να τη βρεις τελικά δεν μπορείς.
Σταμάτα χρόνε,
σταμάτα χρόνε,
σταμάτα να κυλάς.
Ψάχνω το ελιξίριο
της γνώσης της ζωής,
μα μια ζωή δεν φτάνει.
Αιώνια νιότη αναζητώ,
ατέλειωτη αγάπη,
στιγμή χαράς μοναδική.
Σταμάτα χρόνε, σταμάτα χρόνε,
σταμάτα να κυλάς.
Την ευτυχία που ζητώ
θέλεις μα νου στερήσεις,
ίσως γιατί κατάλαβα
το μέγεθος του κόσμου,
ίσως γιατί μυρίστηκα
τη μυρωδιά της πλάνης.
Αχ! πόσο είμαστε μικροί
μπροστά στον χρόνο που κυλάει...
Για ηλεκτρονική
αλληλογραφία mrellos@rellos.com